- σήπομαι
- ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Ααποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζωαρχ.1. ενεργ. σήπωα) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν' ἔφυ σήπειν θιγοῡσ' ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.)β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι σήπουσι καὶ ἀπολλύασι», Πλάτ.)γ) εμβρέχω, μουσκεύω2. (μέσ. και παθ.) (για ζωντανή σάρκα) ναρκώνομαι3. φρ. «σαπὲν ὕδωρ» — νερό που έχει υποστεί ζύμωση, δηλαδή το κρασί («οἶνος σαπὲν ἐν ξύλῳ ὕδωρ», Εμπεδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρ. σήπομαι με το αρχ. ινδ. kyāku «μανιτάρι» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεσή του με το λιθουαν. šiuptī «σαπίζω» σε μορφολογικές].
Dictionary of Greek. 2013.